ασπάλακας

ασπάλακας
ο (Α ἀσπάλαξ και σπάλαξ και ἀσφάλαξ και σφάλαξ)
1. ο τυφλοπόντικας
2. ο τυφλός (πρβλ. αρχ. παροιμ. «ἀσπάλακος τυφλότερος»)
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που δεν είναι οξυδερκής, που δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του
2. το θηλαστικό σκίουρος ο κοινός, η βερβερίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ασπάλαξ καθώς και οι παράλληλοι προς αυτόν τ. σπάλαξ, ασφάλαξ και σφάλαξ φέρουν επίθημα -αξ*, που απαντά συχνά σε ονόματα μικρών ζώων (πρβλ. σκύλαξ, δέλφαξ, πόρταξ κ.ά.). Το α-του τ. μπορεί να είναι προθεματικό — αν και άλλοι θεωρούν ότι προήλθε με αποκοπή της προθέσεως ανά-, αν η λ. αναχθεί σε ινδοευρ. ρίζα *sp(h)el- «σχίζω, ανοίγω», πράγμα αρκετά αμφίβολο. Τέλος υπάρχει και ο τ. σκάλοψ, με την ίδια σημασία, ο οποίος πιθ. να έχει προέλθει από παρετυμολογική σύνδεση προς το ρ. σκάλλω «ορύσσω, σκάβω» και επίθημα -οψ, επίσης χαρακτηριστικό σε ονόματα ζώων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ασπάλακας — ο ο τυφλοπόντικας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσπάλακας — ἀσπάλαξ blind rat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαμίδα — (pelamus). Ψάρι του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι πηλαμύς. Τα τελεόστεα ψάρια του είδους ανήκουν στην οικογένεια των σκομβριδών. Μοιάζουν αρκετά με τους τόνους αλλά το σώμα τους είναι μακρύτερο και σε σχήμα τορπίλας, γεγονός που τους… …   Dictionary of Greek

  • σκάλοψ — οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α (λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω* με επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ… …   Dictionary of Greek

  • εντομοφάγος — ο 1. αυτός που τρέφεται με έντομα 2. βοτ. φυτά που φύονται σε εδάφη πτωχά σε αζωτούχους ουσίες και τα οποία αιχμαλωτίζουν έντομα και τά απορροφούν 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα εντομοφάγα τάξη θηλαστικών που περιλαμβάνει περισσότερα από… …   Dictionary of Greek

  • σιφνεύς — έως, ὁ, Α ασπάλακας, τυφλοπόντικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφνός «κενός» + κατάλ. εύς, λόγω τού ότι ο τυφλοπόντικας ανοίγει τρύπες στη γη] …   Dictionary of Greek

  • σπάλαθρον — και σπάλαυθρον και σπαύλαθρον, τὸ, Α εργαλείο με το οποίο ανασκάλευαν τη φωτιά για να δυναμώσει, αλλ. σκάλεθρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Στην Μυκηναϊκή απαντά ο τ. qaratoro. To χειλοϋπερωικό q τού qaratoro και το χειλικό π τού …   Dictionary of Greek

  • σπαλακοειδής — ές, Ν 1. όμοιος με ασπάλακα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σπαλακοειδή ζωολ. παλαιότερος όρος για την οικογένεια τρωκτικών talpidae στην οποία ανήκει ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, ακος «τυφλοπόντικας» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • σπολάδα — η / σπολάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. είδος θώρακα από χοντρό λινό ή λεπτό δέρμα για αυτούς που ασκούνται στην ξιφασκία αρχ. δερμάτινο ιμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα άς, άδος (πρβλ. δορκ άς), πιθ. μέσω αμάρτυρων *σπόλος …   Dictionary of Greek

  • σφάλλω — ΝΜΑ (ενεργ. και μέσ.) 1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα 2. αμαρτάνω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος αρχ. 1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά 2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”